-
1 σκίμπτω
-
2 σκίμπτομαι
1 set fast, place firmlyἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας P. 4.224
-
3 σκίμπτομαι
σκίμπτομαι,= σκήπτω,II [voice] Pass., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ fall upon it, Hp.Morb.1.20.III metaph., ἄστυ Λινδόθεν ἀρχαίῃ σκιμπτόμενον γενεῇ boasting its ancient descent from Lindus, Call.Aet.Oxy.2080.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίμπτομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий